- ζακυνθίδες
- ζᾰκυνθίδες, αἱ,= κολοκύνται,A from Zacynthus, Hsch., cf. AB 261. [full] ζάλ· μέγα, ἰσχυρόν, πολύ, Hsch. [full] ζάλα· θόρυβος, Id. [full] ζαλαγεῦσα, f.l. for λαλ- or σαλ-, AP9.412 (Phld.). [full] ζᾰλαίνω, = μωραίνω, Hsch., EM406.43. [full] ζάλακες· ἐχῖνοι, Hsch. [full] ζαλαύδα· κινοῦ, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.